Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοΐκινος
κοικύλλω
κοιλαγγίτας
κοιλαίνω
κοίλανσις
κοιλάς
κοιλασία
κοίλασμα
κοιλέμβολον
Κοίλη
κοιλία
κοιλιακός
κοιλιαλγέω
κοιλιαργία
κοιλιοδαίμων
κοιλιόδεσμος
κοιλιολυσία
κοιλιολυτέω
κοιλιολυτικός
κοιλιοπώλης
κοιλιοστροφία
View word page
κοιλία
the large cavity of the body, the belly

ShortDef

the large cavity of the body, the belly

Debugging

Headword:
κοιλία
Headword (normalized):
κοιλία
Headword (normalized/stripped):
κοιλια
IDX:
49238
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49239
Key:

Data

{'content': 'the large cavity of the body, the belly'}