Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοίῃ
κοΐκινος
κοικύλλω
κοιλαγγίτας
κοιλαίνω
κοίλανσις
κοιλάς
κοιλασία
κοίλασμα
κοιλέμβολον
Κοίλη
κοιλία
κοιλιακός
κοιλιαλγέω
κοιλιαργία
κοιλιοδαίμων
κοιλιόδεσμος
κοιλιολυσία
κοιλιολυτέω
κοιλιολυτικός
κοιλιοπώλης
View word page
Κοίλη
an Attic deme; the Valley of..; Coele.. see κοῖλος Ι.2

ShortDef

an Attic deme; the Valley of..; Coele.. see κοῖλος Ι.2

Debugging

Headword:
Κοίλη
Headword (normalized):
κοίλη
Headword (normalized/stripped):
κοιλη
IDX:
49237
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49238
Key:

Data

{'content': 'an Attic deme; the Valley of..; Coele.. see κοῖλος Ι.2'}