Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κοιάζω
κοΐζω
κοίῃ
κοΐκινος
κοικύλλω
κοιλαγγίτας
κοιλαίνω
κοίλανσις
κοιλάς
κοιλασία
κοίλασμα
κοιλέμβολον
Κοίλη
κοιλία
κοιλιακός
κοιλιαλγέω
κοιλιαργία
κοιλιοδαίμων
κοιλιόδεσμος
κοιλιολυσία
κοιλιολυτέω
View word page
κοίλασμα
hollow
ShortDef
hollow
Debugging
Headword:
κοίλασμα
Headword (normalized):
κοίλασμα
Headword (normalized/stripped):
κοιλασμα
IDX:
49235
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49236
Key:
Data
{'content': 'hollow'}