Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Κοθωκίδης
κοΐ
κοιάζω
κοΐζω
κοίῃ
κοΐκινος
κοικύλλω
κοιλαγγίτας
κοιλαίνω
κοίλανσις
κοιλάς
κοιλασία
κοίλασμα
κοιλέμβολον
Κοίλη
κοιλία
κοιλιακός
κοιλιαλγέω
κοιλιαργία
κοιλιοδαίμων
κοιλιόδεσμος
View word page
κοιλάς
a hollow, deep valley

ShortDef

a hollow, deep valley

Debugging

Headword:
κοιλάς
Headword (normalized):
κοιλάς
Headword (normalized/stripped):
κοιλας
IDX:
49233
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49234
Key:

Data

{'content': 'a hollow, deep valley'}