Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοθοῦριν
κόθουρος
Κοθωκίδης
κοΐ
κοιάζω
κοΐζω
κοίῃ
κοΐκινος
κοικύλλω
κοιλαγγίτας
κοιλαίνω
κοίλανσις
κοιλάς
κοιλασία
κοίλασμα
κοιλέμβολον
Κοίλη
κοιλία
κοιλιακός
κοιλιαλγέω
κοιλιαργία
View word page
κοιλαίνω
to make hollow, scoop out

ShortDef

to make hollow, scoop out

Debugging

Headword:
κοιλαίνω
Headword (normalized):
κοιλαίνω
Headword (normalized/stripped):
κοιλαινω
IDX:
49231
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49232
Key:

Data

{'content': 'to make hollow, scoop out'}