Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κόθορνος
κοθοῦριν
κόθουρος
Κοθωκίδης
κοΐ
κοιάζω
κοΐζω
κοίῃ
κοΐκινος
κοικύλλω
κοιλαγγίτας
κοιλαίνω
κοίλανσις
κοιλάς
κοιλασία
κοίλασμα
κοιλέμβολον
Κοίλη
κοιλία
κοιλιακός
κοιλιαλγέω
View word page
κοιλαγγίτας
deep gorge

ShortDef

deep gorge

Debugging

Headword:
κοιλαγγίτας
Headword (normalized):
κοιλαγγίτας
Headword (normalized/stripped):
κοιλαγγιτας
IDX:
49230
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49231
Key:

Data

{'content': 'deep gorge'}