Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοδύμαλον
κοέω
κόθορνος
κοθοῦριν
κόθουρος
Κοθωκίδης
κοΐ
κοιάζω
κοΐζω
κοίῃ
κοΐκινος
κοικύλλω
κοιλαγγίτας
κοιλαίνω
κοίλανσις
κοιλάς
κοιλασία
κοίλασμα
κοιλέμβολον
Κοίλη
κοιλία
View word page
κοΐκινος
made of palm-leaves

ShortDef

made of palm-leaves

Debugging

Headword:
κοΐκινος
Headword (normalized):
κοΐκινος
Headword (normalized/stripped):
κοικινος
IDX:
49228
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49229
Key:

Data

{'content': 'made of palm-leaves'}