Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Κοδρᾶτος
Κόδρος
κοδύμαλον
κοέω
κόθορνος
κοθοῦριν
κόθουρος
Κοθωκίδης
κοΐ
κοιάζω
κοΐζω
κοίῃ
κοΐκινος
κοικύλλω
κοιλαγγίτας
κοιλαίνω
κοίλανσις
κοιλάς
κοιλασία
κοίλασμα
κοιλέμβολον
View word page
κοΐζω
cry
ShortDef
cry
Debugging
Headword:
κοΐζω
Headword (normalized):
κοΐζω
Headword (normalized/stripped):
κοιζω
IDX:
49226
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49227
Key:
Data
{'content': 'cry'}