Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κογχυλιώδης
κογχυλιωτός
κογχωτός
κόδαλα
κοδομεία
κοδομεῖον
κοδομεύς
κοδομεύω
Κοδρᾶτος
Κόδρος
κοδύμαλον
κοέω
κόθορνος
κοθοῦριν
κόθουρος
Κοθωκίδης
κοΐ
κοιάζω
κοΐζω
κοίῃ
κοΐκινος
View word page
κοδύμαλον
quince

ShortDef

quince

Debugging

Headword:
κοδύμαλον
Headword (normalized):
κοδύμαλον
Headword (normalized/stripped):
κοδυμαλον
IDX:
49218
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49219
Key:

Data

{'content': 'quince'}