Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κογχυλιαβάφος
κογχυλιάτης
κογχύλιον
κογχύλιος
κογχυλιώδης
κογχυλιωτός
κογχωτός
κόδαλα
κοδομεία
κοδομεῖον
κοδομεύς
κοδομεύω
Κοδρᾶτος
Κόδρος
κοδύμαλον
κοέω
κόθορνος
κοθοῦριν
κόθουρος
Κοθωκίδης
κοΐ
View word page
κοδομεύς
one who roasts barley

ShortDef

one who roasts barley

Debugging

Headword:
κοδομεύς
Headword (normalized):
κοδομεύς
Headword (normalized/stripped):
κοδομευς
IDX:
49214
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49215
Key:

Data

{'content': 'one who roasts barley'}