Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κόγχος
κογχυλευτής
κογχυλευτική
κογχυλιαβάφος
κογχυλιάτης
κογχύλιον
κογχύλιος
κογχυλιώδης
κογχυλιωτός
κογχωτός
κόδαλα
κοδομεία
κοδομεῖον
κοδομεύς
κοδομεύω
Κοδρᾶτος
Κόδρος
κοδύμαλον
κοέω
κόθορνος
κοθοῦριν
View word page
κόδαλα
to be a stay-at-home, 'loafer
ShortDef
to be a stay-at-home, 'loafer
Debugging
Headword:
κόδαλα
Headword (normalized):
κόδαλα
Headword (normalized/stripped):
κοδαλα
IDX:
49211
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49212
Key:
Data
{'content': "to be a stay-at-home, 'loafer"}