Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κογχοειδής
κογχοθήρας
κόγχος
κογχυλευτής
κογχυλευτική
κογχυλιαβάφος
κογχυλιάτης
κογχύλιον
κογχύλιος
κογχυλιώδης
κογχυλιωτός
κογχωτός
κόδαλα
κοδομεία
κοδομεῖον
κοδομεύς
κοδομεύω
Κοδρᾶτος
Κόδρος
κοδύμαλον
κοέω
View word page
κογχυλιωτός
dyed with purple

ShortDef

dyed with purple

Debugging

Headword:
κογχυλιωτός
Headword (normalized):
κογχυλιωτός
Headword (normalized/stripped):
κογχυλιωτος
IDX:
49209
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49210
Key:

Data

{'content': 'dyed with purple'}