Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοάλεμος
κοάξ
κοβαλεία
κοβαλεύω
κοβαλίκευμα
κοβαλικεύω
κοβαλισμός
κόβαλος
κόβαρος
κόγχη
κογχίζω
κογχιστής
κογχιστική
κογχίτης
κογχογενής
κογχοειδής
κογχοθήρας
κόγχος
κογχυλευτής
κογχυλευτική
κογχυλιαβάφος
View word page
κογχίζω
dye purple

ShortDef

dye purple

Debugging

Headword:
κογχίζω
Headword (normalized):
κογχίζω
Headword (normalized/stripped):
κογχιζω
IDX:
49194
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49195
Key:

Data

{'content': 'dye purple'}