Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κοαλδδεῖν
κοάλεμος
κοάξ
κοβαλεία
κοβαλεύω
κοβαλίκευμα
κοβαλικεύω
κοβαλισμός
κόβαλος
κόβαρος
κόγχη
κογχίζω
κογχιστής
κογχιστική
κογχίτης
κογχογενής
κογχοειδής
κογχοθήρας
κόγχος
κογχυλευτής
κογχυλευτική
View word page
κόγχη
a mussel
ShortDef
a mussel
Debugging
Headword:
κόγχη
Headword (normalized):
κόγχη
Headword (normalized/stripped):
κογχη
IDX:
49193
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49194
Key:
Data
{'content': 'a mussel'}