Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Κνωσσός
κνώσσω
κοακτήρ
κοαλδδεῖν
κοάλεμος
κοάξ
κοβαλεία
κοβαλεύω
κοβαλίκευμα
κοβαλικεύω
κοβαλισμός
κόβαλος
κόβαρος
κόγχη
κογχίζω
κογχιστής
κογχιστική
κογχίτης
κογχογενής
κογχοειδής
κογχοθήρας
View word page
κοβαλισμός
porterage, transport

ShortDef

porterage, transport

Debugging

Headword:
κοβαλισμός
Headword (normalized):
κοβαλισμός
Headword (normalized/stripped):
κοβαλισμος
IDX:
49190
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49191
Key:

Data

{'content': 'porterage, transport'}