Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κνωπόμορφος
Κνώσιος
Κνωσός
Κνωσσός
κνώσσω
κοακτήρ
κοαλδδεῖν
κοάλεμος
κοάξ
κοβαλεία
κοβαλεύω
κοβαλίκευμα
κοβαλικεύω
κοβαλισμός
κόβαλος
κόβαρος
κόγχη
κογχίζω
κογχιστής
κογχιστική
κογχίτης
View word page
κοβαλεύω
carry as a porter
ShortDef
carry as a porter
Debugging
Headword:
κοβαλεύω
Headword (normalized):
κοβαλεύω
Headword (normalized/stripped):
κοβαλευω
IDX:
49187
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49188
Key:
Data
{'content': 'carry as a porter'}