Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κνωδακοφύλαξ
κνώδαλον
κνωδαλώδης
κνώδαξ
κνώδων
κνῶος
κνωπόμορφος
Κνώσιος
Κνωσός
Κνωσσός
κνώσσω
κοακτήρ
κοαλδδεῖν
κοάλεμος
κοάξ
κοβαλεία
κοβαλεύω
κοβαλίκευμα
κοβαλικεύω
κοβαλισμός
κόβαλος
View word page
κνώσσω
to slumber, sleep

ShortDef

to slumber, sleep

Debugging

Headword:
κνώσσω
Headword (normalized):
κνώσσω
Headword (normalized/stripped):
κνωσσω
IDX:
49181
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49182
Key:

Data

{'content': 'to slumber, sleep'}