Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κνυζός
κνυζόω
κνῦμα
κνύος
κνῦσα
κνύω
κνωδακίζω
κνωδάκιον
κνωδακοφύλαξ
κνώδαλον
κνωδαλώδης
κνώδαξ
κνώδων
κνῶος
κνωπόμορφος
Κνώσιος
Κνωσός
Κνωσσός
κνώσσω
κοακτήρ
κοαλδδεῖν
View word page
κνωδαλώδης
monstrous

ShortDef

monstrous

Debugging

Headword:
κνωδαλώδης
Headword (normalized):
κνωδαλώδης
Headword (normalized/stripped):
κνωδαλωδης
IDX:
49173
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49174
Key:

Data

{'content': 'monstrous'}