Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κνυζέομαι
κνυζηθμός
κνύζημα
κνυζός
κνυζόω
κνῦμα
κνύος
κνῦσα
κνύω
κνωδακίζω
κνωδάκιον
κνωδακοφύλαξ
κνώδαλον
κνωδαλώδης
κνώδαξ
κνώδων
κνῶος
κνωπόμορφος
Κνώσιος
Κνωσός
Κνωσσός
View word page
κνωδάκιον
pivot

ShortDef

pivot

Debugging

Headword:
κνωδάκιον
Headword (normalized):
κνωδάκιον
Headword (normalized/stripped):
κνωδακιον
IDX:
49170
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49171
Key:

Data

{'content': 'pivot'}