Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κνύζα3
κνυζέομαι
κνυζηθμός
κνύζημα
κνυζός
κνυζόω
κνῦμα
κνύος
κνῦσα
κνύω
κνωδακίζω
κνωδάκιον
κνωδακοφύλαξ
κνώδαλον
κνωδαλώδης
κνώδαξ
κνώδων
κνῶος
κνωπόμορφος
Κνώσιος
Κνωσός
View word page
κνωδακίζω
hang
ShortDef
hang
Debugging
Headword:
κνωδακίζω
Headword (normalized):
κνωδακίζω
Headword (normalized/stripped):
κνωδακιζω
IDX:
49169
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49170
Key:
Data
{'content': 'hang'}