Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀμφαλαλάζω
ἀμφαλάλημαι
ἀμφαλλάξ
ἀμφαλλάσσω
ἄμφανσις
ἀμφαντός
ἀμφαξονέω
ἀμφαραβέω
ἀμφαρίστερος
ἀμφασίη
ἄμφασμα
ἄμφαυξις
ἀμφαϋτέω
ἀμφαφάω
ἀμφεικάς
ἀμφελελίζω
ἀμφελίσσω
ἀμφέλκω
ἀμφελόνη
ἀμφελυτρόω
ἀμφελύτρωσις
View word page
ἄμφασμα
cake
ShortDef
cake
Debugging
Headword:
ἄμφασμα
Headword (normalized):
ἄμφασμα
Headword (normalized/stripped):
αμφασμα
IDX:
4916
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4917
Key:
Data
{'content': 'cake'}