Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κνύζα2
κνύζα3
κνυζέομαι
κνυζηθμός
κνύζημα
κνυζός
κνυζόω
κνῦμα
κνύος
κνῦσα
κνύω
κνωδακίζω
κνωδάκιον
κνωδακοφύλαξ
κνώδαλον
κνωδαλώδης
κνώδαξ
κνώδων
κνῶος
κνωπόμορφος
Κνώσιος
View word page
κνύω
scratch
ShortDef
scratch
Debugging
Headword:
κνύω
Headword (normalized):
κνύω
Headword (normalized/stripped):
κνυω
IDX:
49168
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49169
Key:
Data
{'content': 'scratch'}