Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κνισωτός
κνίψ
κνόος
κνύζα
κνύζα2
κνύζα3
κνυζέομαι
κνυζηθμός
κνύζημα
κνυζός
κνυζόω
κνῦμα
κνύος
κνῦσα
κνύω
κνωδακίζω
κνωδάκιον
κνωδακοφύλαξ
κνώδαλον
κνωδαλώδης
κνώδαξ
View word page
κνυζόω
to disfigure

ShortDef

to disfigure

Debugging

Headword:
κνυζόω
Headword (normalized):
κνυζόω
Headword (normalized/stripped):
κνυζοω
IDX:
49164
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49165
Key:

Data

{'content': 'to disfigure'}