Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κνισόω
κνισώδης
κνισωτός
κνίψ
κνόος
κνύζα
κνύζα2
κνύζα3
κνυζέομαι
κνυζηθμός
κνύζημα
κνυζός
κνυζόω
κνῦμα
κνύος
κνῦσα
κνύω
κνωδακίζω
κνωδάκιον
κνωδακοφύλαξ
κνώδαλον
View word page
κνύζημα
a whining, whimpering

ShortDef

a whining, whimpering

Debugging

Headword:
κνύζημα
Headword (normalized):
κνύζημα
Headword (normalized/stripped):
κνυζημα
IDX:
49162
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49163
Key:

Data

{'content': 'a whining, whimpering'}