Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κνισολοιχία
κνισολοιχός
κνισόω
κνισώδης
κνισωτός
κνίψ
κνόος
κνύζα
κνύζα2
κνύζα3
κνυζέομαι
κνυζηθμός
κνύζημα
κνυζός
κνυζόω
κνῦμα
κνύος
κνῦσα
κνύω
κνωδακίζω
κνωδάκιον
View word page
κνυζέομαι
whine, whimper

ShortDef

whine, whimper

Debugging

Headword:
κνυζέομαι
Headword (normalized):
κνυζέομαι
Headword (normalized/stripped):
κνυζεομαι
IDX:
49160
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49161
Key:

Data

{'content': 'whine, whimper'}