Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κνισοκόλαξ
κνισολοιχία
κνισολοιχός
κνισόω
κνισώδης
κνισωτός
κνίψ
κνόος
κνύζα
κνύζα2
κνύζα3
κνυζέομαι
κνυζηθμός
κνύζημα
κνυζός
κνυζόω
κνῦμα
κνύος
κνῦσα
κνύω
κνωδακίζω
View word page
κνύζα3
corrupt, wrinkled

ShortDef

itch
fleabane
corrupt, wrinkled

Debugging

Headword:
κνύζα3
Headword (normalized):
κνύζα
Headword (normalized/stripped):
κνυζα3
IDX:
49159
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49160
Key:

Data

{'content': 'corrupt, wrinkled'}