Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κνισήεις
κνίσμα
κνισμός
κνισοδιώκτης
κνισοκόλαξ
κνισολοιχία
κνισολοιχός
κνισόω
κνισώδης
κνισωτός
κνίψ
κνόος
κνύζα
κνύζα2
κνύζα3
κνυζέομαι
κνυζηθμός
κνύζημα
κνυζός
κνυζόω
κνῦμα
View word page
κνίψ
insect which gnaws
ShortDef
insect which gnaws
Debugging
Headword:
κνίψ
Headword (normalized):
κνίψ
Headword (normalized/stripped):
κνιψ
IDX:
49155
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49156
Key:
Data
{'content': 'insect which gnaws'}