Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κνίση
κνισήεις
κνίσμα
κνισμός
κνισοδιώκτης
κνισοκόλαξ
κνισολοιχία
κνισολοιχός
κνισόω
κνισώδης
κνισωτός
κνίψ
κνόος
κνύζα
κνύζα2
κνύζα3
κνυζέομαι
κνυζηθμός
κνύζημα
κνυζός
κνυζόω
View word page
κνισωτός
steaming

ShortDef

steaming

Debugging

Headword:
κνισωτός
Headword (normalized):
κνισωτός
Headword (normalized/stripped):
κνισωτος
IDX:
49154
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49155
Key:

Data

{'content': 'steaming'}