Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κνισαλέος
κνισάω
κνίση
κνισήεις
κνίσμα
κνισμός
κνισοδιώκτης
κνισοκόλαξ
κνισολοιχία
κνισολοιχός
κνισόω
κνισώδης
κνισωτός
κνίψ
κνόος
κνύζα
κνύζα2
κνύζα3
κνυζέομαι
κνυζηθμός
κνύζημα
View word page
κνισόω
to reduce to vapour
ShortDef
to reduce to vapour
Debugging
Headword:
κνισόω
Headword (normalized):
κνισόω
Headword (normalized/stripped):
κνισοω
IDX:
49152
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49153
Key:
Data
{'content': 'to reduce to vapour'}