Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κνιπός
κνιπότης
κνίσα
κνῖσα
κνισάεις
κνισαλέος
κνισάω
κνίση
κνισήεις
κνίσμα
κνισμός
κνισοδιώκτης
κνισοκόλαξ
κνισολοιχία
κνισολοιχός
κνισόω
κνισώδης
κνισωτός
κνίψ
κνόος
κνύζα
View word page
κνισμός
an itching of the skin, tickling
ShortDef
an itching of the skin, tickling
Debugging
Headword:
κνισμός
Headword (normalized):
κνισμός
Headword (normalized/stripped):
κνισμος
IDX:
49147
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49148
Key:
Data
{'content': 'an itching of the skin, tickling'}