Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κνιπόομαι
κνιπός
κνιπότης
κνίσα
κνῖσα
κνισάεις
κνισαλέος
κνισάω
κνίση
κνισήεις
κνίσμα
κνισμός
κνισοδιώκτης
κνισοκόλαξ
κνισολοιχία
κνισολοιχός
κνισόω
κνισώδης
κνισωτός
κνίψ
κνόος
View word page
κνίσμα
scrapings

ShortDef

scrapings

Debugging

Headword:
κνίσμα
Headword (normalized):
κνίσμα
Headword (normalized/stripped):
κνισμα
IDX:
49146
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49147
Key:

Data

{'content': 'scrapings'}