Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κνιπεύω
κνιπολόγος
κνιπόομαι
κνιπός
κνιπότης
κνίσα
κνῖσα
κνισάεις
κνισαλέος
κνισάω
κνίση
κνισήεις
κνίσμα
κνισμός
κνισοδιώκτης
κνισοκόλαξ
κνισολοιχία
κνισολοιχός
κνισόω
κνισώδης
κνισωτός
View word page
κνίση
steam
ShortDef
steam
Debugging
Headword:
κνίση
Headword (normalized):
κνίση
Headword (normalized/stripped):
κνιση
IDX:
49144
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49145
Key:
Data
{'content': 'steam'}