Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κνίπειον
κνιπεύω
κνιπολόγος
κνιπόομαι
κνιπός
κνιπότης
κνίσα
κνῖσα
κνισάεις
κνισαλέος
κνισάω
κνίση
κνισήεις
κνίσμα
κνισμός
κνισοδιώκτης
κνισοκόλαξ
κνισολοιχία
κνισολοιχός
κνισόω
κνισώδης
View word page
κνισάω
to fill with the steam

ShortDef

to fill with the steam

Debugging

Headword:
κνισάω
Headword (normalized):
κνισάω
Headword (normalized/stripped):
κνισαω
IDX:
49143
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49144
Key:

Data

{'content': 'to fill with the steam'}