Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Κνίδος
κνιδόσπερμον
κνίδωσις
κνίζω
κνιπεία
κνίπειον
κνιπεύω
κνιπολόγος
κνιπόομαι
κνιπός
κνιπότης
κνίσα
κνῖσα
κνισάεις
κνισαλέος
κνισάω
κνίση
κνισήεις
κνίσμα
κνισμός
κνισοδιώκτης
View word page
κνιπότης
irritation
ShortDef
irritation
Debugging
Headword:
κνιπότης
Headword (normalized):
κνιπότης
Headword (normalized/stripped):
κνιποτης
IDX:
49138
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49139
Key:
Data
{'content': 'irritation'}