Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Κνιδόθεν
Κνίδος
κνιδόσπερμον
κνίδωσις
κνίζω
κνιπεία
κνίπειον
κνιπεύω
κνιπολόγος
κνιπόομαι
κνιπός
κνιπότης
κνίσα
κνῖσα
κνισάεις
κνισαλέος
κνισάω
κνίση
κνισήεις
κνίσμα
κνισμός
View word page
κνιπός
miserly

ShortDef

miserly

Debugging

Headword:
κνιπός
Headword (normalized):
κνιπός
Headword (normalized/stripped):
κνιπος
IDX:
49137
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49138
Key:

Data

{'content': 'miserly'}