Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Κνιδιουργής
Κνιδόθεν
Κνίδος
κνιδόσπερμον
κνίδωσις
κνίζω
κνιπεία
κνίπειον
κνιπεύω
κνιπολόγος
κνιπόομαι
κνιπός
κνιπότης
κνίσα
κνῖσα
κνισάεις
κνισαλέος
κνισάω
κνίση
κνισήεις
κνίσμα
View word page
κνιπόομαι
to be inflamed
ShortDef
to be inflamed
Debugging
Headword:
κνιπόομαι
Headword (normalized):
κνιπόομαι
Headword (normalized/stripped):
κνιποομαι
IDX:
49136
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49137
Key:
Data
{'content': 'to be inflamed'}