Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κνίδη
Κνίδιος
Κνιδιουργής
Κνιδόθεν
Κνίδος
κνιδόσπερμον
κνίδωσις
κνίζω
κνιπεία
κνίπειον
κνιπεύω
κνιπολόγος
κνιπόομαι
κνιπός
κνιπότης
κνίσα
κνῖσα
κνισάεις
κνισαλέος
κνισάω
κνίση
View word page
κνιπεύω
to be miserly
ShortDef
to be miserly
Debugging
Headword:
κνιπεύω
Headword (normalized):
κνιπεύω
Headword (normalized/stripped):
κνιπευω
IDX:
49134
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49135
Key:
Data
{'content': 'to be miserly'}