Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κνηφός
κνίδη
Κνίδιος
Κνιδιουργής
Κνιδόθεν
Κνίδος
κνιδόσπερμον
κνίδωσις
κνίζω
κνιπεία
κνίπειον
κνιπεύω
κνιπολόγος
κνιπόομαι
κνιπός
κνιπότης
κνίσα
κνῖσα
κνισάεις
κνισαλέος
κνισάω
View word page
κνίπειον
(blood) of a κνίψ, mystical name for substance in Alchemy
ShortDef
(blood) of a κνίψ, mystical name for substance in Alchemy
Debugging
Headword:
κνίπειον
Headword (normalized):
κνίπειον
Headword (normalized/stripped):
κνιπειον
IDX:
49133
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49134
Key:
Data
{'content': '(blood) of a κνίψ, mystical name for substance in Alchemy'}