Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κνήφη
κνηφός
κνίδη
Κνίδιος
Κνιδιουργής
Κνιδόθεν
Κνίδος
κνιδόσπερμον
κνίδωσις
κνίζω
κνιπεία
κνίπειον
κνιπεύω
κνιπολόγος
κνιπόομαι
κνιπός
κνιπότης
κνίσα
κνῖσα
κνισάεις
κνισαλέος
View word page
κνιπεία
miserliness
ShortDef
miserliness
Debugging
Headword:
κνιπεία
Headword (normalized):
κνιπεία
Headword (normalized/stripped):
κνιπεια
IDX:
49132
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49133
Key:
Data
{'content': 'miserliness'}