Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κνηστρίον
κνῆστρον
κνήφη
κνηφός
κνίδη
Κνίδιος
Κνιδιουργής
Κνιδόθεν
Κνίδος
κνιδόσπερμον
κνίδωσις
κνίζω
κνιπεία
κνίπειον
κνιπεύω
κνιπολόγος
κνιπόομαι
κνιπός
κνιπότης
κνίσα
κνῖσα
View word page
κνίδωσις
itching

ShortDef

itching

Debugging

Headword:
κνίδωσις
Headword (normalized):
κνίδωσις
Headword (normalized/stripped):
κνιδωσις
IDX:
49130
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49131
Key:

Data

{'content': 'itching'}