Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κνηστέον
κνηστήρ
κνηστικός
κνῆστις
κνηστίς
κνηστός
κνηστρίον
κνῆστρον
κνήφη
κνηφός
κνίδη
Κνίδιος
Κνιδιουργής
Κνιδόθεν
Κνίδος
κνιδόσπερμον
κνίδωσις
κνίζω
κνιπεία
κνίπειον
κνιπεύω
View word page
κνίδη
a nettle

ShortDef

a nettle

Debugging

Headword:
κνίδη
Headword (normalized):
κνίδη
Headword (normalized/stripped):
κνιδη
IDX:
49124
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49125
Key:

Data

{'content': 'a nettle'}