Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κνησμός
κνησμώδης
κνηστέον
κνηστήρ
κνηστικός
κνῆστις
κνηστίς
κνηστός
κνηστρίον
κνῆστρον
κνήφη
κνηφός
κνίδη
Κνίδιος
Κνιδιουργής
Κνιδόθεν
Κνίδος
κνιδόσπερμον
κνίδωσις
κνίζω
κνιπεία
View word page
κνήφη
itch

ShortDef

itch

Debugging

Headword:
κνήφη
Headword (normalized):
κνήφη
Headword (normalized/stripped):
κνηφη
IDX:
49122
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49123
Key:

Data

{'content': 'itch'}