Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κνῆσμα
κνησμός
κνησμώδης
κνηστέον
κνηστήρ
κνηστικός
κνῆστις
κνηστίς
κνηστός
κνηστρίον
κνῆστρον
κνήφη
κνηφός
κνίδη
Κνίδιος
Κνιδιουργής
Κνιδόθεν
Κνίδος
κνιδόσπερμον
κνίδωσις
κνίζω
View word page
κνῆστρον
stinging plant, Daphne oleoides
ShortDef
stinging plant, Daphne oleoides
Debugging
Headword:
κνῆστρον
Headword (normalized):
κνῆστρον
Headword (normalized/stripped):
κνηστρον
IDX:
49121
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49122
Key:
Data
{'content': 'stinging plant, Daphne oleoides'}