Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κνημός
κνημώδης
κνησιάω
κνῆσις
κνησίχρυσος
κνῆσμα
κνησμός
κνησμώδης
κνηστέον
κνηστήρ
κνηστικός
κνῆστις
κνηστίς
κνηστός
κνηστρίον
κνῆστρον
κνήφη
κνηφός
κνίδη
Κνίδιος
Κνιδιουργής
View word page
κνηστικός
irritating
ShortDef
irritating
Debugging
Headword:
κνηστικός
Headword (normalized):
κνηστικός
Headword (normalized/stripped):
κνηστικος
IDX:
49116
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49117
Key:
Data
{'content': 'irritating'}