Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Κνημίς
Κνῆμος
κνημός
κνημώδης
κνησιάω
κνῆσις
κνησίχρυσος
κνῆσμα
κνησμός
κνησμώδης
κνηστέον
κνηστήρ
κνηστικός
κνῆστις
κνηστίς
κνηστός
κνηστρίον
κνῆστρον
κνήφη
κνηφός
κνίδη
View word page
κνηστέον
one must chafe

ShortDef

one must chafe

Debugging

Headword:
κνηστέον
Headword (normalized):
κνηστέον
Headword (normalized/stripped):
κνηστεον
IDX:
49114
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49115
Key:

Data

{'content': 'one must chafe'}