Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κνημίς
Κνημίς
Κνῆμος
κνημός
κνημώδης
κνησιάω
κνῆσις
κνησίχρυσος
κνῆσμα
κνησμός
κνησμώδης
κνηστέον
κνηστήρ
κνηστικός
κνῆστις
κνηστίς
κνηστός
κνηστρίον
κνῆστρον
κνήφη
κνηφός
View word page
κνησμώδης
affected with itching

ShortDef

affected with itching

Debugging

Headword:
κνησμώδης
Headword (normalized):
κνησμώδης
Headword (normalized/stripped):
κνησμωδης
IDX:
49113
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49114
Key:

Data

{'content': 'affected with itching'}