Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κνημιοπαχής
κνημίς
Κνημίς
Κνῆμος
κνημός
κνημώδης
κνησιάω
κνῆσις
κνησίχρυσος
κνῆσμα
κνησμός
κνησμώδης
κνηστέον
κνηστήρ
κνηστικός
κνῆστις
κνηστίς
κνηστός
κνηστρίον
κνῆστρον
κνήφη
View word page
κνησμός
an itching, irritation

ShortDef

an itching, irritation

Debugging

Headword:
κνησμός
Headword (normalized):
κνησμός
Headword (normalized/stripped):
κνησμος
IDX:
49112
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49113
Key:

Data

{'content': 'an itching, irritation'}