Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κνημιδοφόρος
κνημιοπαχής
κνημίς
Κνημίς
Κνῆμος
κνημός
κνημώδης
κνησιάω
κνῆσις
κνησίχρυσος
κνῆσμα
κνησμός
κνησμώδης
κνηστέον
κνηστήρ
κνηστικός
κνῆστις
κνηστίς
κνηστός
κνηστρίον
κνῆστρον
View word page
κνῆσμα
a sting, bite

ShortDef

a sting, bite

Debugging

Headword:
κνῆσμα
Headword (normalized):
κνῆσμα
Headword (normalized/stripped):
κνησμα
IDX:
49111
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49112
Key:

Data

{'content': 'a sting, bite'}