Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κνήμη
κνημία
κνημιαῖος
Κνημῖδες
κνημιδοφόρος
κνημιοπαχής
κνημίς
Κνημίς
Κνῆμος
κνημός
κνημώδης
κνησιάω
κνῆσις
κνησίχρυσος
κνῆσμα
κνησμός
κνησμώδης
κνηστέον
κνηστήρ
κνηστικός
κνῆστις
View word page
κνημώδης
well-legged
ShortDef
well-legged
Debugging
Headword:
κνημώδης
Headword (normalized):
κνημώδης
Headword (normalized/stripped):
κνημωδης
IDX:
49107
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49108
Key:
Data
{'content': 'well-legged'}