Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κνηκός
κνῆκος
κνηκοσυμμιγής
κνηκοφόρος
κνήκων
κνήμαργος
κνήμη
κνημία
κνημιαῖος
Κνημῖδες
κνημιδοφόρος
κνημιοπαχής
κνημίς
Κνημίς
Κνῆμος
κνημός
κνημώδης
κνησιάω
κνῆσις
κνησίχρυσος
κνῆσμα
View word page
κνημιδοφόρος
wearing greaves

ShortDef

wearing greaves

Debugging

Headword:
κνημιδοφόρος
Headword (normalized):
κνημιδοφόρος
Headword (normalized/stripped):
κνημιδοφορος
IDX:
49101
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49102
Key:

Data

{'content': 'wearing greaves'}